υπεζωκότας

υπεζωκότας
ο
υμένας που βρίσκεται μεταξύ των πλευρών και των πνευμόνων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπεζωκότας — ο, Ν βλ. υπεζωκώς …   Dictionary of Greek

  • ὑπεζωκότας — ὑποζώννυμι undergird perf part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορογόνος — ο 1. ανατ. αυτός που εκκρίνει ορό 2. φρ. α) «ορογόνος υμένας» λεπτή μεμβράνα που επενδύει ορισμένα όργανα και κοιλότητες τού σώματος η οποία εκκρίνει υγρό που λιπαίνει τα τοιχώματα τών αντίστοιχων κοιλοτήτων διευκολύνοντας έτσι τις μετατοπίσεις… …   Dictionary of Greek

  • υπεζωκώς — ο / ὑπεζωκώς, ότος, ΝΑ, και ὑπεζωκότας Ν ανατ. σπλαγχνικός ορογόνος υμένας, αποτελούμενος από δύο πέταλα, το περίτονο και το περισπλάγχνιο, ο οποίος επενδύει την έσω επιφάνεια τού θώρακα και περιβάλλει τους πνεύμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος …   Dictionary of Greek

  • υποζωννύω — ὑποζωννύω, ΝΑ, και υποζώνω Ν, και ὑποζώννυμι, Α [ζώννυμι, ύω] 1. ζώνω από κάτω για σύσφιγξη ή στερέωση 2. (σχετικά με πλοίο) συσφίγγω με την τοποθέτηση υποζώματος 3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) βλ. υπεζωκώς αρχ. 1. (το απαρμφ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • υπόζυγος — ον,και ως ουσ. ὑπόζυγος, ὁ, Α 1. ως επίθ. υποζύγιος («ὑπόζυγος γὰρ ὁ μόσχος», Ιουστ.) 2. ως ουσ. ο υπεζωκότας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ἐπί ζυγος, σύ ζυγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”